dicţionar Maghiar-Greac »

sáv înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
sáv

ζώνη◼◼◼

λωρίδα◼◼◻

sávszélesség

εύρος ζώνης◼◼◼

φάσμα◼◻◻

buszsáv

λεωφορειόδρομος

λωρίδα λεωφορείων

csávó

αγόρι

dagálykor elárasztott parti sáv

λωρίδα μέσης στάθμης της παλίρροιας

erdősáv

πρεμνοφυές δάσος (δασύλλιο)

fiú, csávó (slang), srác (informal)

αγόρι (agóri)

földsáv

λωρίδα◼◼◼

sarjerdő/erdősáv

πρεμνοφυές δάσος (δασύλλιο)

szokásává válik

του γίνεται(το παίρνει) συνήθεια

széles sáv

ευρεία ζώνη◼◼◼

szélessávú

ευρυζωνική◼◼◼

ευρυζωνικός◼◻◻

óramutató járásával megegyező irányban

κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού◼◼◼