dicţionar Maghiar-Greac »

rendelet înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
rendelet

κανονισμός◼◼◼

απόφαση◼◼◻

διάταξη◼◼◻

σειρά◼◼◻

ρύθμιση◼◻◻

εντολή◼◻◻

τάξη◼◻◻

ψήφισμα◼◻◻

διαταγή◼◻◻

καταστατικό◼◻◻

κανόνας◼◻◻

ένταλμα◼◻◻

παραγγελία◼◻◻

νομοθέτημα

διάταγμα/απόφαση (δικαστηρίου)

διατάζω

διατάσσω

τάγμα

rendeletek

κανονισμοί◼◼◼

κανονισμός◼◼◻

ρύθμιση

EK rendelet

κανονισμός της ΕΚ/κανονισμός (ΕΚ)

EK rendelet a környezetgazdálkodásról és auditálásról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και

EK rendelet a létező vegyi anyagokról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες

miniszteri rendelet

υπουργική απόφαση◼◼◼

végrendelet

διαθήκη◼◼◼

θα◼◼◻

βούληση

θέληση