Maghiară | Greacă |
---|---|
relé | ηλεκτρονόμος◼◼◼ |
Relé | Ηλεκτρονόμος◼◼◼ |
dobok / dobszerelés | |
elterelés | εκτροπή◼◼◼ παράκαμψη◼◻◻ |
előrelépés | πρόοδος◼◼◼ εξέλιξη◼◼◻ |
ezrelék | τοις χιλίοις◼◼◼ |
felszerelés | εξοπλισμός◼◼◼ ο εξοπλισμός◼◼◻ υλικό◼◼◻ σχέση◼◼◻ εξάρτυση◼◻◻ ομάδα◼◻◻ ταχύτητα◼◻◻ |
leszerelés | αφοπλισμός◼◼◼ αποστράτευση◼◼◻ εκπλήρωση◼◻◻ απόλυση◼◻◻ |
összeszerelés | συναρμογή◼◻◻ ανέγερση◼◻◻ |