dicţionar Maghiar-Greac »

részt vesz înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
részt vesz

κοινωνώ

μετέχω

μεταλαμβάνω

μοιράζομαι

παίρνω μέρος

παίρνω μερίδιο

παρίσταμαι

συμμετέχω

συνεργώ σε