dicţionar Maghiar-Greac »

rém înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
rém

τρόμος

φάντασμα

rémes

απαίσιος

σοκαριστικός

τρομερός

φοβερός

rémhír

φήμη

rémkép

πνεύμα (pnévma)

στοιχειό (stoikheió)

φάντασμα (fántasma)

φάσμα (fásma)

rémregény

θρίλερ

rémálom

βραχνάς

εφιάλτης

εφιάλτης (efiáltis)

rémület

τρομάρα

τρόμος

φόβητρο

rémült

φοβισμένος

a közlekedés rémes volt ma

η κίνηση ήταν φρικτή σήμερα

a lehető legnagyobb jégkrém

το μεγαλύτερο δυνατό παγωτό

borotvakrém

κρέμα ξυρίσματος

Bréma

Βρέμη◼◼◼

Bréma (város)

Βρέμη◼◼◼

cipőkrém / cipőpaszta

βερνίκι παπουτσιών

fogkrém

οδοντόπαστα◼◼◼

η οδοντόκρεμα

jégkrém

παγωτό◼◼◼

kipróbálhatná ezt a krémet

μπορείτε να δοκιμάσετε αυτή την κρέμα

krém

κρέμα◼◼◼

κρέμα γάλακτος◼◼◻

πάστα◼◻◻

πολτός◼◻◻

αφρόκρεμα

κρεμ

krémes

κρεμώδης◼◼◼

krémszínű

κρεμ◼◼◼

kézkrém

κρέμα χεριών

megettünk egy-egy jégkrémet

φάγαμε από ένα παγωτό

napozás elleni krém

αντιηλιακό

12