dicţionar Maghiar-Greac »

pénzügyi înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
pénzügyi

οικονομικά◼◼◼

δημοσιονομικός◼◼◻

οικονομικός◼◼◻

νομισματικός

χρηματικός

pénzügyi alap

ταμείο χρηματοδότησης

χρηματοπιστωτικό ταμείο

χρηματοπιστωτικό ταμείο/ταμείο χρηματοδότησης

pénzügyi eszköz

χρηματοδοτικό μέσο/χρηματοοικονομικός τίτλος

pénzügyi hozzájárulás

χρηματική συνεισφορά/χρηματοδοτική συμμετοχή

pénzügyi irányítás

δημοσιονομική (οικονομική) διαχείριση

pénzügyi kapcsolatok

νομισματικές σχέσεις

pénzügyi kártérítés

χρηματική αποζημίωση◼◼◼

pénzügyi segély

οικονομική βοήθεια/χρηματοδοτική υποστήριξη (παρέμβαση)

pénzügyi szakma

οικονομικές υπηρεσίες

pénzügyi támogatás

χρηματοδοτική ενίσχυση◼◼◼

pénzügyi törvény

δημοσιονομικό δίκαιο

pénzügyileg

οικονομικά◼◼◼

οικονομικός

anyagi (pénzügyi)

οικονομικός (-ή-ό)◼◼◼

Európai Pénzügyi Alap

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο