dicţionar Maghiar-Greac »

olaj înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
olívaolaj préselés szennyvize

λύματα ελαιοτριβείου

pálmaolaj

φοινικέλαιο◼◼◼

ricinusolaj

ρετσινόλαδο◼◼◼

καστορέλαιο◼◼◻

szezámolaj

σησαμέλαιο◼◼◼

tüzelőolaj

μαζούτ◼◼◼

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης◼◻◻

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ

123