dicţionar Maghiar-Greac »

nyomás înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
nyomás

πίεση◼◼◼

πίεση (η, tsz. -εις)◼◼◼

τάση◼◻◻

καταπόνηση◼◻◻

τύπος◼◻◻

ατμός◼◻◻

έμφαση

πιεστήριο

άγχος

πίεση/συμπίεση/έκθλιψη/λιθοκόλληση

πίεση/σύνθλιψη/τάση/διαφορά δυναμικού/φόρτος

πιέζω

στρες

τονίζω

τονισμός

Nyomás

Πίεση◼◼◼

nyomás/terhelés

πίεση/σύνθλιψη/τάση/διαφορά δυναμικού/φόρτος

nyomásberendezés

εξοπλισμός πρεσαρίσματος

a vérnyomása ...

η πίεση σας είναι ...

az a benyomásom, hogy...

έχω την εντύπωση ότι...

az ellenzék nyomást gyakorol a kormányra

η αντιπολίτευση ασκεί πίεση στην κυβέρνηση

benyomás

εντύπωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

ellenőrizhetem a gumiabroncsnyomást?

μπορώ να ελέγξω την πίεση στα λάστιχα μου εδώ;

elnyomás

καταστολή◼◼◼

καταπίεση◼◻◻

kerékben való légnyomás

πίεση του λάστιχου

kis nyomás

χαμηλή πίεση◼◼◼

levegőnyomás

πίεση◼◼◼

lidércnyomás

εφιάλτης

εφιάλτης (efiáltis)

légköri nyomás

ατμοσφαιρική πίεση◼◼◼

légnyomás

ατμοσφαιρική πίεση◼◼◼

Légnyomás

Ατμοσφαιρική πίεση◼◼◼

légnyomásmérő

βαρόμετρο◼◼◼

magas vérnyomás

υψηλή πίεση αίματος

nagy nyomás

υψηλή πίεση◼◼◼

páranyomás

πίεση ατμού

szitanyomás

μεταξοτυπία◼◼◼

vérnyomásmérő

πιεσόμετρο◼◼◼