dicţionar Maghiar-Greac »

nagyon înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
látom, nagyon jártas vagy a témában

βλέπω είσαι πολύ γνώστης του θέματος, (tapasztalt) έμπειρος (-η-ο)

mi nagyon élveztük az ittlétünket

ευχαριστηθήκαμε πολύ τη διαμονή μας

őegy nagyon jó színész

είναι πολύ καλός ηθοποιός

őegy nagyon jó színésznő

είναι πολύ καλή ηθοποιός

óvatosan, a tányér nagyon forró!

προσοχή το πιάτο καίει!

pillanatnyilag nagyon elfoglalt vagyok

είμαι πολύ απασχολημένος / απασχολημένη αυτή τη στιγμή

12