dicţionar Maghiar-Greac »

növény înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
növény

βότανο◼◼◼

χόρτο◼◼◻

λαχανικό

növénybetegség

ασθένεια των φυτών

növénybiológia

φυτοβιολογία

növényegészségügyi kezelés

φυτοϋγειονομική επεξεργασία◼◼◼

növények

ανθολογία

ανθολογία [έγγραφο]

φυτά

Növények

Φυτό

növények (dokumentálás)

ανθολογία

ανθολογία [έγγραφο]

növényevő

φυτοφάγο

φυτοφάγος

növényevők

φυτοφάγος

növényfaj

φυτικό είδος◼◼◼

növényfajok betelepítése

εισαγωγή φυτικού είδους

növényfajok újbóli betelepítése

επανεισαγωγή φυτικών ειδών

növényfertőzés

προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των καλλιεργειών

növényfiziológia

φυτοφυσιολογία

növényföldrajz

φυτογεωγραφία

növényi

φυτό◼◼◼

φυτικός (-ή-ό)◼◻◻

növényi eredetű textilszál

φυτική υφαντική ίνα

növényi erőforrás

φυτικοί πόροι

növényi olaj

φυτικό έλαιο◼◼◼

növényi toxicitás

φυτοτοξικότητα

növényirtó

ζιζανιοκτόνο

növénykereskedelem

εμπορία φυτών

növénykezelés

επεξεργασία της συγκομιδής

növénykiválasztás

φυτική επιλογή

növénykórtan

φυτοπαθολογία

növénypopuláció

φυτικός πληθυσμός

növényrész

φυτικό συστατικό

növényszaporítás

πολλαπλασιασμός των φυτών

növényszociológia

φυτοκοινωνιολογία

növényszár

μίσχος

növénytan

βοτανική◼◼◼

φυτολογία

növénytermesztés

φυτική παραγωγή◼◼◼

12