dicţionar Maghiar-Greac »

mező înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
Mágneses mező

Μαγνητικό φάσμα

raszter/képmező

ράστερ/πλέγμα σάρωσης/ψηφιδοπλέγμα

élelmiszertermelés (mezőgazdaság)

τροφική παραγωγή (γεωργία)

Értelmező

Διερμηνέας (υπολογιστές)

értelmező

ερμηνευτικός (-ή-ό)

123