dicţionar Maghiar-Greac »

medence înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
medence

υδρολογική λεκάνη◼◼◼

πύελος◼◼◼

πισίνα◼◼◻

λεκάνη απορροής◼◻◻

λεκανοπέδιο◼◻◻

δεξαμενή/λεκάνη/κοινοπραξία/όμιλος

κοινοπραξία

νιπτήρας

όμιλος

medence, uszoda

πισίνα (η)

felfogómedence

δεξαμενή κατακράτησης

medence

λιμνολεκάνη

vízmedence

λεκάνη◼◼◼

vízrajzi medence

υδρογραφική λεκάνη