dicţionar Maghiar-Greac »

masterképzésben veszek részt ... înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
masterképzésben veszek részt ...

κάνω μεταπτυχιακό ...

rokonlátogatáson veszek részt

επισκέπτομαι συγγενείς

jelenleg egy kurzuson veszek részt

κάνω ένα μάθημα αυτή τη στιγμή

részt vesz

κοινωνώ

μετέχω

μεταλαμβάνω

μοιράζομαι

παίρνω μέρος

παίρνω μερίδιο

παρίσταμαι

συμμετέχω

συνεργώ σε

doktori képzésben veszek tészt ...

κάνω το διδακτορικό μου ...