dicţionar Maghiar-Greac »

működik înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
működik

λειτουργία◼◼◼

διαδικασία◼◼◻

έργο◼◻◻

εργασία◼◻◻

αποστολή◼◻◻

δρομολόγιο◼◻◻

καθήκον◼◻◻

συνάρτηση◼◻◻

λειτούργημα

δουλειά

δουλεύω

εργάζομαι

a ... nem működik

δεν δουλέυει ...

δεν λειτουργεί ...

a kulcs nem működik

το κλειδί δεν λειτουργεί

a lift nem működik

εκτός λειτουργείας

a rendszer nem működik jelenleg

έχει πέσει το σύστημα αυτή τη στιγμή

egy lámpa nem működik

μια από τις λάμπες δεν λειτουργεί

együttműködik

συνεργάζομαι

ez nem működik

δεν δουλεύει

közreműködik

συμμετέχω

nem működik a nyomtató

δεν δουλεύει ο εκτυπωτής