dicţionar Maghiar-Greac »

lift înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
lift

μεταφορά◼◼◼

άνωση

αναβατόριο

ανυψωτήρας

ανυψώνω

ασανσέρ

ασανσέρ (το)

ασενσέρ

σηκώνω

το ασανσέρ

liftakna

φρέαρ◼◼◼

φρεάτιο

liftek

ανελκυστήρες

a lift nem működik

εκτός λειτουργείας

hol vannak a liftek?

που είναι τα ασανσέρ;