dicţionar Maghiar-Greac »

lesz înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
lesz

γίνει◼◼◼

είμαι

(a létige jövő ideje) θα είμαι, (válik vmivé, történik) γίνομαι (γίνω)

γίνομαι

καθίσταμαι

leszakít

δάκρυ

δακρύζω

σκίζω

leszbia, leszbikus, leszboszi

λεσβία (lesvía)

leszbikus

λεσβία

λεσβιακός

Leszbosz

Λέσβος◼◼◼

leszerelés

αφοπλισμός◼◼◼

αποστράτευση◼◼◻

εκπλήρωση◼◻◻

απόλυση◼◻◻

leszid

μαλώνω (-σω)

leszokik

κόβω (-ψω)(+ tárgyeset)

leszopás

πίπα

τσιμπούκι

leszáll

ξηρά◼◼◼

χώρα◼◼◻

(repülő) προσγειώνομαι (-θώ), (járműről) κατεβαίνω (κατέβω, κατέβηκα)

κατεβαίνω

προσγειώνω

leszállni

προσγειώνεται

leszállni a buszról

να κατέβω από το λεωφορείο

leszállni a vonatról

αποβιβάζομαι από το τραίνο

leszállás

προσεδάφιση◼◼◼

leszállítás

παράδοση◼◼◼

διανομή◼◻◻

leszámítva

εκτός◼◼◼

εκτός από◼◼◼

leszármazott

απόγονος◼◼◼

κατιών◼◼◼

τέκνο

leszűr

σουρώνω

(+ tárgyeset) beleszeret vkibe

ερωτεύομαι

... perc múlva ott leszek

θα είμαι εκεί σε ... λεπτά

5-kor nálad leszek

στις 5 θα είμαι στο σπίτι σου,

12