dicţionar Maghiar-Greac »

lő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă

(fegyverrel) πυροβολώ (-ήσω), ρίχνω (ρίξω), (labdát) σουτάρω, κάνω σουτ

πυροβολώ

τουφεκίζω

τραβώ

fegyver

όπλο◼◼◼

πυροβόλο◼◼◼

πυροβόλο όπλο◼◼◻

por

πυρίτιδα◼◼◼

μπαρούτι

rinc

Λαυρέντιος◼◼◼

szer

πυρομαχικά◼◼◼

πολεμοφόδια◼◻◻

γεμιστήρας

távolság

απόσταση◼◼◼

tér

σκοπευτήριο◼◼◼

πεδίο βολής

(+ birtokos eset) ett

ενώπιον

(határozott néve) a, az

ο, η, το

-ért, miatt, - részére, -ra/re, -ba/be, -nak/nek, számára, -ról/ről, fel,(felszólításnál) csak

για

a fizetés havonta, ere történik

το νοίκι πληρώνεται στην αρχή κάθε μήνα

ablaktör

υαλοκαθαριστήρες◼◼◼

υαλοκαθαριστήρας◼◻◻

καθαριστήρας◼◻◻

aerob/oxigént igény folyamat

αερόβιες διεργασίες

agy-gerincvei folyadék

εγκεφαλονωτιαίο υγρό

agyve

εγκέφαλος◼◼◼

μυαλό

agyvebántalom

εγκεφαλοπάθεια◼◼◼

agyvegyulladás

εγκεφαλίτιδα◼◼◼

aszimmetrikus digitális efizetői vonal

ασύμμετρη ψηφιακή συνδρομητική γραμμή

autószere

ο μηχανικός αυτοκινήτων

az eadás elmaradt

η παράσταση ματαιώθηκε

az ező alkalommal

την προηγούμενη φορά

az ező hét

την περασμένη εβδομάδα

az ező hónap

τον περασμένο μήνα

az ező nap

την προηγούμενη μέρα

az ező év

τον προηγούμενο χρόνο

az eírásoknak megfeleen

σύμφωνα με τις προδιαγραφές

az interneten nézedni

να σερφάρω στο ίντερνετ

azett

πριν◼◼◼

12