Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
(οδοντικό) φατνίο/(πνευμονική) κυψελίδα▼
κυψελίδα▼
οδοντικό φατνίο▼
πνευμονική▼
πνευμονική κυψελίδα▼
φατνίο▼
↑