dicţionar Maghiar-Greac »

lég înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
lég

αέρας◼◼◼

ύφος

légcsavar

έλικας◼◼◼

légcső

τραχεία◼◼◼

légerőtan

αεροδυναμική

léggömb

αερόστατο◼◼◼

μπαλόνι

μπαλόνι (balόni)

léghajó

αερόπλοιο◼◼◼

léghólyag

(οδοντικό) φατνίο/(πνευμονική) κυψελίδα

κυψελίδα

οδοντικό φατνίο

πνευμονική

πνευμονική κυψελίδα

φατνίο

légi

εναέριος◼◼◼

αεροδιάδρομος◼◼◻

κεραία

légi biztonság

ασφάλεια (των) αεροπορικών μεταφορών

légi közlekedés

εναέρια κυκλοφορία◼◼◼

légi közlekedési törvény

δίκαιο της εναερίου κυκλοφορίας

légi szállítás

αεροπορικές μεταφορές◼◼◼

légi utaskísérő

αεροσυνοδός

légi utaskísérő / légi utaskísérőnő

αεροσυνοδός

légierő

αεροπορία◼◼◼

légifelvétel

αεροφωτογράφηση

légiforgalom irányító

ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας◼◼◼

légifotó

αεροφωτογραφία

légifénykép

αεροφωτογραφία

légikikötő

αερολιμένας◼◼◼

αεροδρόμιο

légikisasszony

αεροσυνοδός

légitársaság

αεροπορική εταιρία◼◼◼

lég

λεγεώνα

légiós

λεγεωνάριος

légkalapács

κομπρεσέρ

légkondicionáló

κλιματιστικό◼◼◼

κλιματισμός◼◼◻

το κλιματιστικό, ο κλιματισμός

légkör

ατμόσφαιρα◼◼◼

12