dicţionar Maghiar-Greac »

kréta înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
kréta

κιμωλία◼◼◼

γύψος◼◻◻

κρητίδα◼◻◻

κιμωλία [cimo̞ˈliˌa] , τεμπεσίρι [ˌte̞be̞ˈsiri] (from Turkish tebeşir)

κιμωλία/φυσικό ανθρακικό ασβέστιο

Κρητιδική

Kréta (időszak)

Κρητιδική περίοδος

Kréta felől jövet

ερχόμενος από την Κρήτη

hagyományos krétai ételek

παραδοσιακά κρητικά φαγητά, (konvencionális) συμβατικός (-ή-ό)

konkrétan

δηλαδή◼◼◼

ήτοι◼◼◻

zsírkréta

κηρομπογιά