dicţionar Maghiar-Greac »

korlát înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
korlát

όριο◼◼◼

περιορισμός◼◼◻

φράγμα◼◻◻

παραπέτο◼◻◻

κιγκλίδωμα

κάγκελο

κουπαστή

το κάγκελο

korlátlan

απεριόριστος◼◼◼

απεριόριστος (-η-ο)◼◼◼

korlátolt felelősségű társaság

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης◼◼◼

korlátoz

όριο◼◼◼

έλεγχος◼◼◻

ρύθμιση◼◼◻

σύνορο◼◻◻

περιορίζω

περιορίζω (-σω)

korlátozott

περιορισμένος◼◼◼

περιορισμένος (-η-ο)◼◼◼

korlátozás

περιορισμός◼◼◼

korlátozó

περιοριστική◼◼◼

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

mozgáskorlátozottság

αναπηρία◼◼◼

sebességkorlátozás

όριο ταχύτητας◼◼◼