dicţionar Maghiar-Greac »

kivált înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
kivált

αποτέλεσμα◼◼◼

σκοπός◼◼◻

επίδραση◼◼◻

αιτία◼◻◻

επίπτωση◼◻◻

ισχύς◼◻◻

πραγματοποίηση◼◻◻

φαινόμενο◼◻◻

kiváltság

προνόμιο◼◼◼

το προνόμιο◼◼◼

kiváltságos

προνόμιο◼◼◼