dicţionar Maghiar-Greac »

kezel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
oxigénmentes kezelés

αναερόβια επεξεργασία

táblázatkezelő

spreadsheet

telefonkezelő

υπάλληλος σε τηλεφωνικό κέντρο

χειριστής

utókezelés

επεξεργασία εκ των υστέρων

vagyonkezelő

διαχειριστής◼◼◼

καταπιστευματοδόχος◼◼◼

válságkezelés

διαχείριση (της) κρίσης◼◼◼

vámkezelés

εκτελωνισμός◼◼◼

vegyi kezelés

χημική επεξεργασία◼◼◼

vízkezelés

επεξεργασία των υδάτων◼◼◼

12