dicţionar Maghiar-Greac »

kapcsolat înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
kapcsolat

σχέση◼◼◼

ένωση◼◼◻

σύνδεση◼◼◻

επαφή◼◼◻

επαφή (η)◼◼◻

συνεργασία◼◼◻

θέμα◼◼◻

επικοινωνία◼◼◻

υπόθεση◼◼◻

δεσμός◼◼◻

διασύνδεση◼◼◻

ζήτημα◼◼◻

αναλογία◼◻◻

ζεύξη◼◻◻

συσχέτιση◼◻◻

ανταπόκριση◼◻◻

σύλλογος◼◻◻

συγγένεια

συνεταιρισμός

σύζευξη

άρμοση

η σχέση, η επαφή

kapcsolattartó

επικοινωνία◼◼◼

σύνδεσμος◼◼◼

επαφή◼◼◻

a szeptember 4-én kelt levelére reagálva, a késedelmes számlájával kapcsolatban kerestem meg önt.

σας γράφω για να απαντήσω στο γράμμα που μου στείλατε στις 4 σεπτεμβρίου σχετικά με ένα υπερήμερο τιμολόγιο.

egészség-környezet kapcsolata

σχέσεις υγείας-περιβάλλοντος

egészségüggyel kapcsolatos biotechnológia

υγειονομική βιοτεχνολογία

ezzel kapcsolatban

σε σχέση με αυτό◼◼◼

faji kapcsolatok

φυλετικές σχέσεις

Föld-Nap kapcsolat

αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου

jelenleg nincs internetkapcsolat

έχει πέσει η σύνδεση στο δίκτυο αυτή τη στιγμή

kelet-nyugati kapcsolatok

σχέσεις Ανατολής-Δύσης

környezettel kapcsolatos betegség

ασθένεια που σχετίζεται με το περιβάλλον

külgazdasági kapcsolatok

εξωτερικές οικονομικές σχέσεις

maradjunk kapcsolatban

να μείνουμε σε επαφή

munkakapcsolatok

εργασιακές σχέσεις◼◼◼

nemzetközi környezeti kapcsolatok

διεθνείς περιβαλλοντικές σχέσεις

ok-hatás kapcsolat

σχέση αιτίου-αιτιατού

párkapcsolat

συγγένεια

12