dicţionar Maghiar-Greac »

közfeladat înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
közfeladat

δημόσιο λειτούργημα◼◼◼

δημόσιο λειτούργημα/σώμα των δημοσίων υπαλλήλων

σώμα των δημοσίων υπαλλήλων