dicţionar Maghiar-Greac »

kétség înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
kétség

αμφιβολία◼◼◼

αμφιβολία (amphibolía)◼◼◼

ερώτημα◼◼◻

η αμφιβολία◼◻◻

αμφιβάλλω

απορία

kétségbe esik

απελπίζω

kétségbe von

αμφιβάλλω

αμφιβολία

αμφισβητώ

απορία

ερώτηση

kétségbeesett

απεγνωσμένος

απελπισμένος

kétségbeesik

απελπίζομαι

kétségbeesés

απελπίζομαι

απελπισία

απόγνωση

kétségbevonhatatlan

αδιαμφισβήτητος

kétséges

αβέβαιος◼◼◼

αμφίβολος

kétségkívül

ασφαλώς◼◼◼

πρέπει◼◼◼

ομολογουμένως◼◼◻

βέβαια◼◻◻

βεβαίως◼◻◻

οπωσδήποτε◼◻◻

υποχρέωση◼◻◻

kétségtelen

ομολογουμένως◼◼◼

kétségtelenül

αναμφίβολα◼◼◼

αναμφισβήτητα◼◼◻

αδιαμφισβήτητα◼◼◻

ασφαλώς◼◼◻

πρέπει◼◼◻

σίγουρα◼◼◻

οπωσδήποτε◼◻◻

ομολογουμένως◼◻◻