dicţionar Maghiar-Greac »

képzel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
képzel

εικόνα◼◼◼

(elképzel) φαντάζομαι (-στώ) (gondol): νομίζω (-σω)

φαντάζομαι

képzeld csak, mi történt!

για φαντάσου τι έγινε!

képzelet

η φαντασία

φαντασία

φαντασίωση

képzeletbeli

φανταστικός

képzelt

πλαστός

képzelődés

φαντασία

képzelőerő

φαντασία◼◼◼

(+ tárgyeset) elképzel vmilyennek

φαντάζομαι

beképzelt

ψωνισμένος

beképzeltség

ματαιοδοξία

elképzel

φαντάζομαι (-στώ)

elképzelhetetlen

αδιανόητος

ακατανόητος

εκπληκτικός

elképzelés

ιδέα◼◼◼

έννοια◼◼◼

άποψη◼◼◻

θεώρηση◼◻◻

εικόνα◼◻◻

αντίληψη◼◻◻

mit képzelsz magadról!

τι νομίζεις για τον εαυτό σου!