dicţionar Maghiar-Greac »

járulék înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
járulék

η εισφορά◼◼◼

συνεισφορά◼◼◻

συνεργασία◼◻◻

járulék fizetés

καταβολή των εισφορών

járulékos

παράρτημα◼◼◼

εγγύηση◼◼◻

βοηθητικός◼◻◻

επικουρικός◼◻◻

συμπληρωματικός◼◻◻