dicţionar Maghiar-Greac »

hagyomány înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
hagyomány

παράδοση◼◼◼

παράδοση (paradosi)◼◼◼

η παράδοση◼◻◻

hagyomány, előadás

παράδοση (η, tsz. -εις)

hagyományos

παραδοσιακός◼◼◼

παραδοσιακός (-ή-ό)◼◼◼

γενικός◼◻◻

hagyományos energia

συμβατική ενέργεια

hagyományos krétai ételek

παραδοσιακά κρητικά φαγητά, (konvencionális) συμβατικός (-ή-ό)

hagyományos és elektronikus könyvtárak

συμβατικές και ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες

hagyományosan

παραδοσιακά◼◼◼

nem-hagyományos energia

μη συμβατική ενέργεια

népi hagyomány

λαϊκή παράδοση