Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
ανάβω▼
ανάβω (anavo)▼
ανοίγω▼
εμπρηστής▼
πυρομανής▼
ανάφλεξη▼◼◼◼
μπουζί▼◼◼◼
σπινθηριστής▼◼◻◻
κερί▼
σημείο εστίασης▼
αντιανεμικοί αναπτήρες▼
θρυαλλίδα▼◼◼◼
πυρσός▼
σε πειράζει εαν καπνίσω;▼
σε ενοχλεί το τσιγάρο; θα σας πείραζε εαν κάπνιζα;▼
↑