dicţionar Maghiar-Greac »

gyújt înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
gyújt

ανάβω

ανάβω (anavo)

ανοίγω

gyújtogató

εμπρηστής

πυρομανής

gyújtás

ανάφλεξη◼◼◼

gyújtógyertya

μπουζί◼◼◼

σπινθηριστής◼◻◻

κερί

gyújtópont

σημείο εστίασης

gyújtós

αντιανεμικοί αναπτήρες

gyújtózsinór

θρυαλλίδα◼◼◼

felgyújt

πυρσός

felkapcsol, meggyújt

ανάβω

meggyújt

ανάβω

ανάβω (anavo)

nem bánod ha rágyújtok?

σε πειράζει εαν καπνίσω;

nem bánod ha rágyújtok?, nem bánja ha rágyújtok?

σε ενοχλεί το τσιγάρο; θα σας πείραζε εαν κάπνιζα;