dicţionar Maghiar-Greac »

gond înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
gondolkodik

σκέφτομαι

gondolkodó

στοχαστής

gondolkozik

θεωρώ

νομίζω

σκέφτομαι (-ώ)(+ tárgyeset vmin)

göndör

κατσαρός

σγουρός

göndör haj

σγουρά μαλλιά

gondos

επιμελής◼◼◼

προσεκτικός◼◼◻

gondosan

προσεκτικά◼◼◼

επιμελώς◼◼◻

προσεκτικός

gondoskodik

φροντίδα◼◼◼

επιμέλεια◼◼◼

νοιάζομαι

φροντίζω (-σω)(+ Τ vkről / για vmről)

gondoskodó

φροντίδα◼◼◼

gondosság

επιμέλεια◼◼◼

προσοχή◼◼◻

φροντίδα◼◼◻

ασφάλεια◼◻◻

πολιτική◼◻◻

gondoz

φροντίδα◼◼◼

επιμέλεια◼◻◻

νοιάζομαι

τείνω

φροντίζω

gondozás

συντήρηση◼◼◼

διατήρηση◼◼◻

διατροφή◼◼◻

ανατροφή◼◻◻

gondozó

φροντιστής◼◼◼

φύλακας◼◼◼

κηδεμόνας

υπάλληλος

gondtalan

ξένοιαστος

(+ tárgyeset) gondol vmire, gondolkodik

σκέφτομαι

anyagi gondjaim vannak

έχω οικονομικά προβλήματα

átgondolt

εσκεμμένος

123