dicţionar Maghiar-Greac »

fertőző înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
fertőző

επικοινωνήσιμος

λοιμώδης-ης-ες

μεταδοτικός

fertőzőbetegség

μολυσματική (λοιμώδης) νόσος/λοιμώδες νόσημα

fertőződés

μόλυνση◼◼◼

λοίμωξη◼◼◻

embert is fertőző állatbetegség

ζωονοσία

σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο

zoonosis/embert is fertőző állatbetegség

ζωονοσία

ζωονοσία, σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο

σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο