dicţionar Maghiar-Greac »

fel înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
feláll

σηκώνομαι (πάνω/όρθιος) (-θώ)

felállítás

εγκατάσταση◼◼◼

ανέγερση◼◼◻

félár

μισή τιμή

félautomata

ημιαυτόματο◼◼◼

felavat

εγκαινιάζω

felbecsül

εκτίμηση◼◼◼

εκτιμώ

felbecsülés

αποτίμηση◼◼◼

felbecsülhetetlen

ανεκτίμητος

félbeszakít

διακοπή◼◼◼

διακόπτω

felbomlás (limnológia)

κυκλοφορία (όρος της λιμνολογίας)

κυκλοφορία [όρος της λιμνολογίας]

felbont

ανοίγω

felbontás

απόφαση◼◼◼

ακύρωση◼◼◻

κατάργηση◼◻◻

ανάκληση◼◻◻

απόλυση◼◻◻

τέλος◼◻◻

ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)

felbontás (paraméter)

ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)

felbontóképesség

ευκρίνεια◼◼◼

felbosszant

εκνευρίζω (-σω)

felbukkan

αναδύομαι

feldagadt a ...

έχω ένα πρησμένο ...

felderít

πλαίσιο◼◼◼

περίπτωση◼◼◻

αποσκευές◼◼◻

felderítés

αναγνώριση◼◼◼

feldíszít

διακοσμώ

feldolgoz

επεξεργασία◼◼◼

κατεργασία◼◼◻

διαδικασία◼◻◻

διεξαγωγή◼◻◻

(pl. adatoké) επεξεργάζομαι (-στώ)

αφομοιώνω

επεξεργάζομαι

feldolgozás

επεξεργασία◼◼◼

1234