dicţionar Maghiar-Greac »

felújít înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
felújít

ανακαινίζω

ανανεώνω (-σω)

felújítás

ανακαίνιση◼◼◼

ανανέωση◼◼◻

αποκατάσταση◼◼◻

εκσυγχρονισμός◼◻◻

επαναφορά

lakásfelújítás

βελτίωση της στέγασης

létesítmény felújítás

επισκευή εγκατάστασης

épületfelújítás

αποκατάσταση κτηρίου