Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
κείμαι▼
κείτομαι▼
ξαπλώνω (-σω), είμαι ξαπλωμένος (-η-ο)▼
ψέμα▼
ψεύδομαι▼
ξαπλώνω (-σω) (alvás céljából) πηγαίνω (πάω, πήγα) για ύπνο▼
πάει για ύπνο▼
↑