dicţionar Maghiar-Greac »

férfi înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
férfi

άρρην◼◼◼

άνδρας◼◼◼

αρσενικός◼◼◻

άντρας

άρρενας

ανδρικός

κύριοι

ο άντρας

σύζυγος

férfi, férj

άντρας (ο)

férfi ruha

ανδρικά

férfiak

άνδρας

férfias

ανδρικός

ανδροπρεπής

αντρίκειος

αρσενικός

férfiasság

αρρενωπότητα◼◼◼

ανδρισμός

férfinév

όνομα

elnézést, meg tudná mondani merre van a férfi mosdó?

συγγνώμη, που είναι το μπάνιο των ανδρών;

fodrász (férfi)

κομμωτής (ο)◼◼◼

görög (ember/férfi - nő)

Έλληνας (ο) - Ελληνίδα (η)◼◼◼

le fogom tenni (férfit)

θα τον περάσω

magyar(ember/férfi – nő)

Ούγγρος (ο) – Ουγγαρέζα (η)

megkérné őt (férfit), hogy hívjon fel?

μπορείτε να του ζητήσετε να μου τηλεφωνήσει;

olasz(ember/férfi - nő)

Ιταλός (η) – Ιταλίδα (η)

sajnálom, ő (férfi) ...

συγγνώμη ...

török ember/férfi – nő

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

török(ember/férfi – nő)

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)