dicţionar Maghiar-Greac »

fáj înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
fogfájás

πονόδοντος

fülfájás

πόνος στο αυτί

hasfájás

στομαχόπονος

hasogató fejfájásom van

έχω μεγάλο πονοκέφαλο

hol fáj?

που πονάτε

hátfájás

οσφυαλγία◼◼◼

πόνος στη μέση

πόνος στην πλάτη

itt fáj

πονάτε εαν πιέσω εδώ;

mellkasi fájdalom

πόνος στο στήθος

mindenem fáj

πονάω πολύ

nem bírok olvasni, mert fáj a szemem

δεν μπορώ να διαβάσω γιατί πονάνε τα μάτια μου, (elvisel) αντέχω (-ξω)

nem esik messze az alma a fájától

κατά μάνα κατα κύρη

το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει

száj- és körömfájás

αφθώδης πυρετός (afthódis pyretós)

szóljon, ha bármilyen fájdalmat érez

να μου πείτε εαν νιώσετε κάποιο πόνο

torokfájás

κλειστός λαιμός

12