dicţionar Maghiar-Greac »

ert înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
kísértet

νους

οπτασία

πνεύμα

πνεύμα (pnévma)

σκιά

στοιχειό

στοιχειό (stoikheió)

φάντασμα

φάντασμα (fántasma)

φάσμα

φάσμα (fásma)

ψυχή

Kísértet

Φάντασμα

kísérteties

αλλόκοτος

komlógyertyán

οστρύα

Komputertomográfia

Αξονική τομογραφία◼◼◼

koncert

η συναυλία, το κοντσέρτο

κοντσέρτο

konyhakert

λαχανόκηπος

περιβόλι

környezetértékelés

περιβαλλοντική αξιολόγηση

környezetértékelési szempont

κριτήριο περιβαλλοντικής αξιολόγησης

környezetgazdasági értékelés

οικονομική αποτίμηση του περιβάλλοντος

közismert

γνωστός (-ή-ό)◼◼◼

küszöbérték

κατώφλι◼◼◼

αφετηρία

Láb (mértékegység)

Πόδι (μονάδα μήκους)◼◼◼

láthatnám a desszertmenüt?

θα μπορούσα να δω τον κάταλογο με τα γλυκά;

leértékelés

υποτίμηση◼◼◼

η υποτίμηση, (kiárusítás) οι εκπτώσεις◼◼◻

levertség

κατάθλιψη

ύφεση

magától értetődő

αδιαμφισβήτητος

αυταπόδεικτος

αυτονόητος

Magna Charta Libertatum

Μάγκνα Κάρτα

Mars (egyértelműsítő lap)

Άρης

maximális megengedhető határérték szabályozása

κανονισμός σχετικά με (για) τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια

megért

κατανοώ◼◼◼

αντιλαμβάνομαι

91011