dicţionar Maghiar-Greac »

erdész înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
erdész

δασοφύλακας

erdészet

δασοκομία◼◼◼

δασοπονία◼◻◻

δασολογία

erdészet környezeti hatása

επιπτώσεις της δασοκομίας στο περιβάλλον

erdészeti egység

μονάδα δασοκομίας

erdészeti gyakorlat

δασοκομική πρακτική

erdészeti ipar

δασική βιομηχανία

erdészeti jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη δασοκομία

erdészeti politika

δασική πολιτική

erdészeti termelés

δασική παραγωγή

δασοπονία

erdészeti termék

δασικό προϊόν

erdészeti törvény

νόμος (νομοθεσία) περί δασοκομίας

agroerdészet

γεωργοδασοκομία

γεωργοδασοπονία