dicţionar Maghiar-Greac »

enged înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
engedetlenség

απειθαρχία

ζουζουνιά

engedmény

έκπτωση◼◼◼

παραχώρηση◼◼◼

(üzletben) η έκπτωση

árengedmény

έκπτωση◼◼◼

η έκπτωση◼◼◻

átenged

παραχωρώ (-ήσω)

beenged

αφήνω (-σω) να μπει/περάσει

beengedés

είσοδος◼◼◼

elenged

απαλλαγή◼◼◼

έκδοση◼◻◻

αφήνω (-σω)

elengedhetetlen

απαραίτητος◼◼◼

αναγκαίος◼◼◻

υποχρεωτικός◼◻◻

αναντικατάστατος

építési engedély

οικοδομική άδεια◼◼◼

άδεια κατασκευής◼◼◼

gyengéd

λεπτός◼◼◼

τρυφερός

hagy, enged

αφήνω

halászati engedély

άδεια αλιείας◼◼◼

import engedély

άδεια εισαγωγής

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

jogosítvány (vezetői engedély)

δίπλωμα οδήγησης

ki tudna engedni ebből a nadrágból két inch-nyit?

μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι δυο ίντσες προς τα έξω;

kisállatok tartása megengedett?

τα κατοικίδια επιτρέπονται;

kisállatokat beengednek?

τα κατοικίδια επιτρέπονται;

kiviteli engedély

εξαγωγική άδεια/άδεια για εξαγωγή

koncesszió/engedély

εκχώρηση

εκχώρηση/παραχώρηση

παραχώρηση

környezetvédelmi engedély

περιβαλλοντική άδεια◼◼◼

láthatnám a vezetői engedélyét?

μπορώ να δω το δίπλωμα οδήγησης σας;

le tudna engedni ebből a nadrágból egy inch-nyit?

μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι μια ίντσα κάτω;

leenged

κατεβάζω

χαμηλώνω

maximális megengedett koncentráció

μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση

maximális megengedhető határérték szabályozása

κανονισμός σχετικά με (για) τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια

123