dicţionar Maghiar-Greac »

elv înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
elvisel

αντέχω (-ξω)

εγκαρτερώ

υπομένω

υποφέρω

elviselhetetlen

αβάσταχτος

ανυπόφορος

αφόρητος

elviselhető

ανεκτός◼◼◼

elvisz

παίρνω (πάρω, πήρα)

elvitel

αφαίρεση◼◼◼

elvonás

αναδρομικός σχηματισμός

elvont

αφηρημένος◼◼◼

θεωρητικός

elvonultság

απομόνωση

elvtárs

συμπολεμιστής

συντρόφισσα

σύντροφος

φίλος

elvtárs (m)

συντρόφισσα (syntrófissa)

σύντροφος (sýntrofos)

elvtársnő

συμπολεμιστής

συντρόφισσα

σύντροφος

elvtársnő (f)

συντρόφισσα (syntrófissa)

σύντροφος (sýntrofos)

(pénz) felvét

ανάληψη (η, tsz. -εις)

a jegyeket szeretném felvenni

ήρθα να συλλέξω τα εισητήρια μου

a közösség fizet elv

αρχή "η κοινότητα πληρώνει"

a szennyező fizet elv

αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει"

Afrikaans nyelv

Αφρικάανς γλώσσα

alapelv

αρχή◼◼◼

ασφάλεια◼◼◻

πολιτική◼◼◻

κανόνας◼◻◻

φιλοσοφία

Angol nyelv

Αγγλική γλώσσα◼◼◼

anyanyelv

μητρική γλώσσα◼◼◼

η μητρική γλώσσα◼◼◻

Arab nyelv

Αραβική γλώσσα◼◼◼

azért jöttem hogy elvigyem ...

ήρθα να πάρω ...

1234