dicţionar Maghiar-Greac »

egyensúly înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
egyensúly

ισορροπία◼◼◼

η ισορροπία◼◼◻

ισοζύγιο◼◼◻

αντιστάθμισμα

ισορροπώ

ισοσκελίζω

egyensúlyoz

ισορροπία◼◼◼

kiegyensúlyozott

επίπεδο◼◼◼

ισορροπημένος◼◻◻

ισόρροπος◼◻◻

kiegyensúlyozottság

ισορροπία◼◼◼

nemzetközi egyensúly

διεθνής ισορροπία

tápanyagegyensúly

ισορροπία θρεπτικών ουσιών (συστατικών)

érdekek egyensúlya

στάθμιση συμφερόντων

ökológiai egyensúly

οικολογική ισορροπία◼◼◼