Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
λόφος▼◼◼◼
γήλοφος▼
ο λόφος▼
λόφος (lófos)▼
ύψωμα (ýpsoma)▼
πλαγιά▼◼◼◼
ανάγλυφο▼
ανακούφιση▼
ανάγλυφο▼◼◼◼
ανάγλυφο του εδάφους▼◼◼◼
κυρτός▼
↑