Pentru folosirea dicţionarului te rog permite JavaScript! Cum?
ανακουφίζω▼
ανακούφιση▼◼◼◼
στρώμα▼◼◼◼
το παυσίπονο▼
αναλγητικό▼◼◼◼
αναλγητικός▼
παυσίπονα▼
παυσίπονο▼
περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση▼
κατευνάζω▼
αντιπυρετικό▼
αντιπυρετικός▼
το αντιπυρετικό▼
↑