dicţionar Maghiar-Greac »

bíz înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
bíz

(vmt vkre) αναθέτω (-σω), εμπιστεύομαι (-τώ)

bízik

εμπιστοσύνη◼◼◼

(vkben) εμπιστεύομαι (-τώ)(+tárgyeset), (vmben), έχω εμπιστοσύνη

εμπιστεύομαι

καταπίστευμα

(+ tárgyeset) megbízik vmiben

εμπιστεύομαι

a kulcsokat a szomszédra bíztam

τα κλειδιά τα εμπιστεύτηκα στη γειτόνισσα

megbíz

επιτροπή◼◼◼

ευθύνη◼◼◻

προμήθεια◼◻◻

κατηγορία◼◻◻

καταγγελία◼◻◻

φορτίο

επιφορτίζω

φόρτιση

megbízatás

ευθύνη◼◼◼

κατηγορία◼◼◻

επίθεση◼◻◻

καταγγελία◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

megbízhatatlan

αναξιόπιστος◼◼◼

megbízható

αξιόπιστος◼◼◼

υπεύθυνος◼◻◻

συμπαγής◼◻◻

αλάθητος

φερέγγυος

megbízhatóság

αξιοπιστία◼◼◼

megbízik

εμπιστοσύνη◼◼◼

πίστωση◼◻◻

εμπιστεύομαι

καταπίστευμα

megbízott

εντολοδόχος◼◼◼

αντιπρόσωπος◼◼◻

καταπιστευματοδόχος◼◼◻

αναπληρωτής◼◼◻

διαχειριστής◼◼◻

πράκτορας◼◻◻

μεσάζων◼◻◻

διαμεσολαβητής◼◻◻

αντίκλητος◼◻◻

12