dicţionar Maghiar-Greac »

ara înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
elvárás

προσδοκία◼◼◼

αναμονή◼◻◻

elvarázsol

γοητεύω

emberbarát

φιλάνθρωπος

energiára vonatkozó jogszabályok

νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με (για) την ενέργεια

engedélyezési eljárás

διαδικασία χορήγησης άδειας (εκμετάλλευσης)/διαδικασία◼◼◼

ez garanciás?

έρχεται με εγγύηση;

fáradhatatlan

ακούραστος

fáradj beljebb! fáradjatok beljebb!

έλα πέρασε! / περάστε

fáradjon a ... számú kapuhoz

πηγαίντε στην πύλη...

fáradozás

προσπάθεια

fáradozás, fáradtság

κόπος (ο)

fáradság

κόπωση

fáradt

κουρασμένος (-η-ο)

fáradt vagyok

είμαι κουρασμένος

fáradtság

κόπωση◼◼◼

κούραση (η)◼◻◻

κόπος

farag

γλύφω

σκαλίζω

faragás

γλυπτό◼◼◼

faragatlan

άξεστος

fáraó

φαραώ

Φαραώ

fáraszt

κουράζω (-σω)

(ki)fáraszt (→ κουράζομαι elfárad)

κουράζω

fárasztó

επαχθής

κουραστικός (-ή-ό)

felbontás (paraméter)

ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)

felhasználóbarát

εύχρηστος◼◼◼

fellebbezési eljárás

κατ' έφεση δίκη

félremagyaráz

παρερμηνεύω (-σω)

félremagyarázás

παρερμηνεία◼◼◼

felső erősáramú vezeték

εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας)

feltárás

ανασκαφή

εκσκαφή

έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση

όρυξη

feltárás (folyamat)

ανασκαφή

εκσκαφή

78910