dicţionar Maghiar-Greac »

alsó înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
alsó

κατώτερος◼◼◼

μικρότερος◼◼◻

κατεβάζω

ο/η/το κάτω

πυθμένας

χαμηλότερος

χαμηλώνω

alsó ajak

το κάτω χείλος

Alsó-Ausztria

Κάτω Αυστρία

Alsó Ház

Κάτω Βουλή

Alsó-Szászország

Κάτω Σαξονία

alsóház

βουλή◼◼◼

κάτω βουλή◼◻◻

alsónadrág

σλιπ◼◼◼

σώβρακο

βρακί

εσώρουχα

κιλότα

alsónemű

εσώρουχα◼◼◼

εσώρουχο

alsószoknya

μεσοφόρι

alsószorb

γλώσσα

alsószász

Χαμηλός Σάξονας

oldalsó

έξω◼◼◼

oldalsó visszapillantó tükör

πλαινός καθρέφτης