dicţionar Maghiar-Greac »

abban înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
abban

εκεί

abban a helyzetben vagyok, hogy...

είμαι στη θέση να..., mi a helyzet? τι γίνεται;

a lehető leggyorsabban

το ταχύτερο δυνατό / όσο το δυνατό πιο γρήγορα / όσο πιο γρήγορα γίνεται

beszélj lassabban, nem értelek!

μίλα πιο αργά, δε σε καταλαβαίνω!

kérem beszéljen lassabban

παρακαλώ μιλήστε πιο αργά

újabban

πρόσφατα◼◼◼

τελευταία◼◼◻

προσφάτως◼◻◻