dicţionar Maghiar-Greac »

(f) înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
fecseg

φλυαρώ

fecsegés

φλυαρία

fecsegő

φλύαρος

fecske

καταπίνω

το χελιδόνι

χελιδόνι (kheliðóni)

fecskendő

σύριγγα◼◼◼

ένεση◼◼◻

fed

κάλυψη◼◼◼

κάλυμμα◼◼◻

καλύπτρα◼◻◻

καπάκι◼◻◻

σκέπη◼◻◻

καλύπτω

σκεπάζω

feddhetetlen

λευκό◼◼◼

αναμάρτητος

ανεπίληπτος

αψεγάδιαστος

άψογος

fedél

κάλυμμα◼◼◼

καπάκι◼◼◻

πώμα◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

εξώφυλλο◼◻◻

fedélzet

επιτροπή◼◼◼

το κατάστρωμα◼◼◻

συμβούλιο◼◼◻

γέφυρα◼◻◻

πίνακας◼◻◻

διατροφή◼◻◻

σίτιση◼◻◻

κουβέρτα

fedélzeti program

ψυχαγωγικό πρόγραμμα

Federico Fellini

Φεντερίκο Φελίνι

fedés

κάλυψη◼◼◼

fedett

καλυμμένος

fedez

κάλυψη◼◼◼

υπηρεσία◼◼◻

εξυπηρέτηση◼◻◻

78910