dicţionar Maghiar-Greac »

üzleti înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
üzleti

επιχείρηση◼◼◼

επιχειρησιακός◼◻◻

üzleti aszisztens

βοηθός καταστήματος

üzleti szakma

εμπόριο λιανικής

üzleti tevékenység

οικονομική δραστηριότητα/επαγγελματική δραστηριότητα

üzleti út

επαγγελματικό ταξίδι

üzleti úton vagyok

είμαι σε επαγγελματικό ταξίδι

üzletiesítés

εμπορευματοποίηση

szeretnék üzleti számlát nyitni

θα ήθελα να ανοίξω ένα λογαριασμό επιχειρήσεων